Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικαρφισμός
περικαταβάλλω
περικαταγματικὴ
περικατάγνυμι
περικατακλάω
περικαταλαμβάνω
περικατάλαμψις
περικαταλείπω
περικατάληπτος
περικατάληψις
περικαταμάσσω
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνυμι
περικατάσσομαι
περικαταστρέφω
περικατασφάζω
περικατατίθεμαι
περικαταχέω
περικατεάσσω
περικατέχω
View word page
περικαταμάσσω
περικατα-μάσσω,
A). detergo, Gloss.


ShortDef

detergo

Debugging

Headword:
περικαταμάσσω
Headword (normalized):
περικαταμάσσω
Headword (normalized/stripped):
περικαταμασσω
IDX:
81477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81478
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικατα-μάσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">detergo,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}