Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικάρπιον
περικαρφισμός
περικαταβάλλω
περικαταγματικὴ
περικατάγνυμι
περικατακλάω
περικαταλαμβάνω
περικατάλαμψις
περικαταλείπω
περικατάληπτος
περικατάληψις
περικαταμάσσω
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνυμι
περικατάσσομαι
περικαταστρέφω
περικατασφάζω
περικατατίθεμαι
περικαταχέω
περικατεάσσω
View word page
περικατάληψις
περικατά-ληψις, εως, ,
A). overtaking, ὑπ’ ἀλλήλων Thphr. HP 7.10.3 ; cf. περικατάλαμψις.


ShortDef

overtaking

Debugging

Headword:
περικατάληψις
Headword (normalized):
περικατάληψις
Headword (normalized/stripped):
περικαταληψις
IDX:
81476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81477
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικατά-ληψις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">overtaking</span>, <span class="quote greek">ὑπ’ ἀλλήλων</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:7:10:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:7:10:3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thphr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">HP</span> 7.10.3 </a> ; cf. <span class="foreign greek">περικατάλαμψις</span>.</div> </div><br><br>'}