Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικαμπής
περίκαμψις
περικαπνίξω
περικάρδιος
περικαρπιάκανθος
περικάρπιον
περικαρφισμός
περικαταβάλλω
περικαταγματικὴ
περικατάγνυμι
περικατακλάω
περικαταλαμβάνω
περικατάλαμψις
περικαταλείπω
περικατάληπτος
περικατάληψις
περικαταμάσσω
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνυμι
περικατάσσομαι
View word page
περικατακλάω
περικατα-κλάω,
A). break all round about, Apollon. Lex. s.v. περιάλνυται .


ShortDef

break all round about

Debugging

Headword:
περικατακλάω
Headword (normalized):
περικατακλάω
Headword (normalized/stripped):
περικατακλαω
IDX:
81471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81472
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικατα-κλάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">break all round about</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apollon.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lex.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">περιάλνυται</span> .</div> </div><br><br>'}