Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικάμνω
περικαμπή
περικαμπής
περίκαμψις
περικαπνίξω
περικάρδιος
περικαρπιάκανθος
περικάρπιον
περικαρφισμός
περικαταβάλλω
περικαταγματικὴ
περικατάγνυμι
περικατακλάω
περικαταλαμβάνω
περικατάλαμψις
περικαταλείπω
περικατάληπτος
περικατάληψις
περικαταμάσσω
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
View word page
περικαταγματικὴ
περικατ-αγμᾰτικὴ ἀγωγή, treatment
A). for fractures, Gal. 18(2).589 (s.v.l.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περικαταγματικὴ
Headword (normalized):
περικαταγματικὴ
Headword (normalized/stripped):
περικαταγματικη
IDX:
81469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81470
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικατ-αγμᾰτικὴ</span> <span class="foreign greek">ἀγωγή</span>, treatment <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">for fractures</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(2).589 </span> (s.v.l.).</div> </div><br><br>'}