Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικαλύπτω
περικαλυφή
περικάμνω
περικαμπή
περικαμπής
περίκαμψις
περικαπνίξω
περικάρδιος
περικαρπιάκανθος
περικάρπιον
περικαρφισμός
περικαταβάλλω
περικαταγματικὴ
περικατάγνυμι
περικατακλάω
περικαταλαμβάνω
περικατάλαμψις
περικαταλείπω
περικατάληπτος
περικατάληψις
περικαταμάσσω
View word page
περικαρφισμός
περικαρφισμός, , (κάρφος)
A). covering oneself with chaff, a practice of hens, Plu. 2.7o od.


ShortDef

covering oneself with chaff

Debugging

Headword:
περικαρφισμός
Headword (normalized):
περικαρφισμός
Headword (normalized/stripped):
περικαρφισμος
IDX:
81467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81468
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικαρφισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span> <span class="foreign greek">, (κάρφος</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">covering oneself with chaff</span>, a practice of hens, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.7o </span>od.</div> </div><br><br>'}