Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικαλλής
Περικαλλίμαχοι
περικάλυμμα
περικαλυπτέα
περικαλύπτω
περικαλυφή
περικάμνω
περικαμπή
περικαμπής
περίκαμψις
περικαπνίξω
περικάρδιος
περικαρπιάκανθος
περικάρπιον
περικαρφισμός
περικαταβάλλω
περικαταγματικὴ
περικατάγνυμι
περικατακλάω
περικαταλαμβάνω
περικατάλαμψις
View word page
περικαπνίξω
περικαπνίξω,
A). = περιθυμιάω , PMag.Leid.W 1.33 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περικαπνίξω
Headword (normalized):
περικαπνίξω
Headword (normalized/stripped):
περικαπνιξω
IDX:
81463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81464
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικαπνίξω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">περιθυμιάω</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Leid.W</span> 1.33 </span>.</div> </div><br><br>'}