Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικαλίνδησις
περικαλλής
Περικαλλίμαχοι
περικάλυμμα
περικαλυπτέα
περικαλύπτω
περικαλυφή
περικάμνω
περικαμπή
περικαμπής
περίκαμψις
περικαπνίξω
περικάρδιος
περικαρπιάκανθος
περικάρπιον
περικαρφισμός
περικαταβάλλω
περικαταγματικὴ
περικατάγνυμι
περικατακλάω
περικαταλαμβάνω
View word page
περίκαμψις
περίκαμψις,
A). tergiversatio, Gloss.


ShortDef

tergiversatio

Debugging

Headword:
περίκαμψις
Headword (normalized):
περίκαμψις
Headword (normalized/stripped):
περικαμψις
IDX:
81462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81463
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίκαμψις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tergiversatio,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}