Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίκακος
περικαλαμῖτις
περικαλίνδησις
περικαλλής
Περικαλλίμαχοι
περικάλυμμα
περικαλυπτέα
περικαλύπτω
περικαλυφή
περικάμνω
περικαμπή
περικαμπής
περίκαμψις
περικαπνίξω
περικάρδιος
περικαρπιάκανθος
περικάρπιον
περικαρφισμός
περικαταβάλλω
περικαταγματικὴ
περικατάγνυμι
View word page
περικαμπή
περικαμπ-ή, ,
A). bending round, ἐξ ὀλίγου χωρίου τὴν π. ἔχειν a sharp curve, Hp. Art. 46 .


ShortDef

bending round

Debugging

Headword:
περικαμπή
Headword (normalized):
περικαμπή
Headword (normalized/stripped):
περικαμπη
IDX:
81460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81461
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικαμπ-ή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bending round</span>, <span class="foreign greek">ἐξ ὀλίγου χωρίου τὴν π. ἔχειν</span> a sharp <span class="tr" style="font-weight: bold;">curve</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg010.perseus-grc1:46" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg010.perseus-grc1:46/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Art.</span> 46 </a>.</div> </div><br><br>'}