Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικάκησις
περίκακος
περικαλαμῖτις
περικαλίνδησις
περικαλλής
Περικαλλίμαχοι
περικάλυμμα
περικαλυπτέα
περικαλύπτω
περικαλυφή
περικάμνω
περικαμπή
περικαμπής
περίκαμψις
περικαπνίξω
περικάρδιος
περικαρπιάκανθος
περικάρπιον
περικαρφισμός
περικαταβάλλω
περικαταγματικὴ
View word page
περικάμνω
περικάμνω,
A). make great efforts, ἐπεὶ Καῖσάρ εἰμι καὶ περικέκμηκα τὸ κλῖνον ἀναλήμψεσθαι PFay. 20ii 14 (iii/iv A.D.).


ShortDef

make great efforts

Debugging

Headword:
περικάμνω
Headword (normalized):
περικάμνω
Headword (normalized/stripped):
περικαμνω
IDX:
81459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81460
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικάμνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">make great efforts</span>, <span class="quote greek">ἐπεὶ Καῖσάρ εἰμι καὶ περικέκμηκα τὸ κλῖνον ἀναλήμψεσθαι</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PFay.</span> 20ii 14 </span> (iii/iv A.D.).</div> </div><br><br>'}