Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικάθισις
περικαθίσταμαι
περικαίνυμαι
περικαίω
περικακέω
περικάκησις
περίκακος
περικαλαμῖτις
περικαλίνδησις
περικαλλής
Περικαλλίμαχοι
περικάλυμμα
περικαλυπτέα
περικαλύπτω
περικαλυφή
περικάμνω
περικαμπή
περικαμπής
περίκαμψις
περικαπνίξω
περικάρδιος
View word page
Περικαλλίμαχοι
Περικαλλίμᾰχοι, οἱ,
A). followers of Callimachus, Com. word in AP 11.347 ( Phil., s.v.l.).


ShortDef

followers of Callimachus

Debugging

Headword:
Περικαλλίμαχοι
Headword (normalized):
περικαλλίμαχοι
Headword (normalized/stripped):
περικαλλιμαχοι
IDX:
81454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81455
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Περικαλλίμᾰχοι</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">followers of Callimachus</span>, Com. word in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 11.347 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phil.</span></span>, s.v.l.).</div> </div><br><br>'}