Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περικαθίεμαι
περικαθίζω
περικάθισις
περικαθίσταμαι
περικαίνυμαι
περικαίω
περικακέω
περικάκησις
περίκακος
περικαλαμῖτις
περικαλίνδησις
περικαλλής
Περικαλλίμαχοι
περικάλυμμα
περικαλυπτέα
περικαλύπτω
περικαλυφή
περικάμνω
περικαμπή
περικαμπής
περίκαμψις
View word page
περικαλίνδησις
περικᾰλίνδησις
,
εως
,
ἡ
,
A).
rolling about
,
Plu.
2.919a
(pl.).
ShortDef
rolling about
Debugging
Headword:
περικαλίνδησις
Headword (normalized):
περικαλίνδησις
Headword (normalized/stripped):
περικαλινδησις
IDX:
81452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81453
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικᾰλίνδησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">rolling about</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.919a </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}