Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περικάθημαι
περικαθίεμαι
περικαθίζω
περικάθισις
περικαθίσταμαι
περικαίνυμαι
περικαίω
περικακέω
περικάκησις
περίκακος
περικαλαμῖτις
περικαλίνδησις
περικαλλής
Περικαλλίμαχοι
περικάλυμμα
περικαλυπτέα
περικαλύπτω
περικαλυφή
περικάμνω
περικαμπή
περικαμπής
View word page
περικαλαμῖτις
περικᾰλᾰμῖτις
,
ιδος
,
ἡ
,
A).
=
φλοιὸς καλάμου
,
Gal.
12.422
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περικαλαμῖτις
Headword (normalized):
περικαλαμῖτις
Headword (normalized/stripped):
περικαλαμιτις
IDX:
81451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81452
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικᾰλᾰμῖτις</span>, <span class="itype greek">ιδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">φλοιὸς καλάμου</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.422 </span>.</div> </div><br><br>'}