Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικαθαρίζω
περικάθαρμα
περικάθαρσις
περικαθαρτήρια
περικαθαρτής
περικαθεζόμενος
περικάθημαι
περικαθίεμαι
περικαθίζω
περικάθισις
περικαθίσταμαι
περικαίνυμαι
περικαίω
περικακέω
περικάκησις
περίκακος
περικαλαμῖτις
περικαλίνδησις
περικαλλής
Περικαλλίμαχοι
περικάλυμμα
View word page
περικαθίσταμαι
περικαθ-ίσταμαι,
A). take up position around, invest, χωρίον Iamb.Bab. 3 .


ShortDef

take up position around, invest

Debugging

Headword:
περικαθίσταμαι
Headword (normalized):
περικαθίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
περικαθισταμαι
IDX:
81445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81446
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικαθ-ίσταμαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">take up position around, invest</span>, <span class="quote greek">χωρίον</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1441.tlg001:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1441.tlg001:3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Iamb.Bab.</span> 3 </a> .</div> </div><br><br>'}