Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικαής
περικαθαίρω
περικαθάπτω
περικαθαρίζω
περικάθαρμα
περικάθαρσις
περικαθαρτήρια
περικαθαρτής
περικαθεζόμενος
περικάθημαι
περικαθίεμαι
περικαθίζω
περικάθισις
περικαθίσταμαι
περικαίνυμαι
περικαίω
περικακέω
περικάκησις
περίκακος
περικαλαμῖτις
περικαλίνδησις
View word page
περικαθίεμαι
περικαθ-ίεμαι, Pass.,
A). have hung round one, περιβραχιόνια καὶ περιαυχένια περικαθειμένη Ph. 2.266 .


ShortDef

have hung round one

Debugging

Headword:
περικαθίεμαι
Headword (normalized):
περικαθίεμαι
Headword (normalized/stripped):
περικαθιεμαι
IDX:
81442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81443
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικαθ-ίεμαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">have hung round one</span>, <span class="quote greek">περιβραχιόνια καὶ περιαυχένια περικαθειμένη</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2:266" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2.266/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 2.266 </a> .</div> </div><br><br>'}