Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περικαγχαλάω
περικάδομαι
περικαής
περικαθαίρω
περικαθάπτω
περικαθαρίζω
περικάθαρμα
περικάθαρσις
περικαθαρτήρια
περικαθαρτής
περικαθεζόμενος
περικάθημαι
περικαθίεμαι
περικαθίζω
περικάθισις
περικαθίσταμαι
περικαίνυμαι
περικαίω
περικακέω
περικάκησις
περίκακος
View word page
περικαθεζόμενος
περικαθεζόμενος, περικαθεσθείς,
A). v. περικαθίζω 111 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περικαθεζόμενος
Headword (normalized):
περικαθεζόμενος
Headword (normalized/stripped):
περικαθεζομενος
IDX:
81440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81441
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περικαθεζόμενος</span>, <span class="orth greek">περικαθεσθείς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">περικαθίζω</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4085.tlg001:111" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4085.tlg001:111/canonical-url/"> 111 </a>.</div> </div><br><br>'}