Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιίζομαι
περιικνέομαι
περιίκω
περιιππάζομαι
περιιππεύω
περιίπταμαι
περίισος
περιιστάνω
περιίστημι
περιισχναίνομαι
περιίσχω
περιιτέον
περιιχνεύω
περικαγχαλάω
περικάδομαι
περικαής
περικαθαίρω
περικαθάπτω
περικαθαρίζω
περικάθαρμα
περικάθαρσις
View word page
περιίσχω
περιίσχω,
A). v. περιέχω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιίσχω
Headword (normalized):
περιίσχω
Headword (normalized/stripped):
περιισχω
IDX:
81427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81428
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιίσχω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">περιέχω</span> .</div> </div><br><br>'}