Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιιδνόομαι
περιιδρόω
περιιδρύομαι
περιίδρωσις
περιίζομαι
περιικνέομαι
περιίκω
περιιππάζομαι
περιιππεύω
περιίπταμαι
περίισος
περιιστάνω
περιίστημι
περιισχναίνομαι
περιίσχω
περιιτέον
περιιχνεύω
περικαγχαλάω
περικάδομαι
περικαής
περικαθαίρω
View word page
περίισος
περίῐσος
,
ον
,
A).
more than equal
, coined as etym. of
περισσός
,
Theol.Ar.
13
.
ShortDef
more than equal
Debugging
Headword:
περίισος
Headword (normalized):
περίισος
Headword (normalized/stripped):
περιισος
IDX:
81423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81424
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίῐσος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">more than equal</span>, coined as etym. of <span class="foreign greek">περισσός</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Theol.Ar.</span> 13 </span>.</div> </div><br><br>'}