Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίθριξ
περιθρομβόομαι
περιθρόνιος
περιθρυλέω
περιθρύλητος
περιθρύπτω
περιθυμιάω
περίθυμος
περιθυρέω
περίθυρον
περιιάλλω
περιιάπτω
περιιάχω
περιίδμεναι
περιιδνόομαι
περιιδρόω
περιιδρύομαι
περιίδρωσις
περιίζομαι
περιικνέομαι
περιίκω
View word page
περιιάλλω
περιῐάλλω,
A). put around, περὶ χερσὶ δὲ δεσμὸν ἴηλα Il. 15.19 .


ShortDef

put around

Debugging

Headword:
περιιάλλω
Headword (normalized):
περιιάλλω
Headword (normalized/stripped):
περιιαλλω
IDX:
81409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81410
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιῐάλλω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">put around</span>, <span class="quote greek">περὶ χερσὶ δὲ δεσμὸν ἴηλα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:15:19" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:15.19/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 15.19 </a> .</div> </div><br><br>'}