Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιθριγκόω
περίθριξ
περιθρομβόομαι
περιθρόνιος
περιθρυλέω
περιθρύλητος
περιθρύπτω
περιθυμιάω
περίθυμος
περιθυρέω
περίθυρον
περιιάλλω
περιιάπτω
περιιάχω
περιίδμεναι
περιιδνόομαι
περιιδρόω
περιιδρύομαι
περιίδρωσις
περιίζομαι
περιικνέομαι
View word page
περίθυρον
περίθῠρ-ον, τό,
A). door-way, i.e. door-posts and lintel, Ephes. 4(1) No. 28 .


ShortDef

door-way

Debugging

Headword:
περίθυρον
Headword (normalized):
περίθυρον
Headword (normalized/stripped):
περιθυρον
IDX:
81408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81409
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίθῠρ-ον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">door-way</span>, i.e. door-posts and lintel, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Ephes.</span> 4(1) </span>No.<span class="bibl"> 28 </span>.</div> </div><br><br>'}