Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιθλίβω
περιθνήσκω
περίθραυσις
περιθραύω
περιθρεκτέον
περιθρηνέομαι
περιθριγκόω
περίθριξ
περιθρομβόομαι
περιθρόνιος
περιθρυλέω
περιθρύλητος
περιθρύπτω
περιθυμιάω
περίθυμος
περιθυρέω
περίθυρον
περιιάλλω
περιιάπτω
περιιάχω
περιίδμεναι
View word page
περιθρυλέω
περιθρῡλέω,
A). devulgo, Gloss.


ShortDef

devulgo

Debugging

Headword:
περιθρυλέω
Headword (normalized):
περιθρυλέω
Headword (normalized/stripped):
περιθρυλεω
IDX:
81402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81403
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιθρῡλέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">devulgo,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}