Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιθήκη
περίθημα
περίθλασις
περιθλάω
περιθλίβω
περιθνήσκω
περίθραυσις
περιθραύω
περιθρεκτέον
περιθρηνέομαι
περιθριγκόω
περίθριξ
περιθρομβόομαι
περιθρόνιος
περιθρυλέω
περιθρύλητος
περιθρύπτω
περιθυμιάω
περίθυμος
περιθυρέω
περίθυρον
View word page
περιθριγκόω
περιθριγκόω,
A). edge or fence all round, τοῖς ὀστέοις τοὺς ἀμπελῶνας Plu. Mar. 21 .


ShortDef

to edge

Debugging

Headword:
περιθριγκόω
Headword (normalized):
περιθριγκόω
Headword (normalized/stripped):
περιθριγκοω
IDX:
81398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81399
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιθριγκόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">edge</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">fence all round</span>, <span class="quote greek">τοῖς ὀστέοις τοὺς ἀμπελῶνας</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg031:21" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg031:21/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mar.</span> 21 </a> .</div> </div><br><br>'}