Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιθέλωσις
περίθεμα
περιθεόω
περίθερμος
περιθέσιμος
περίθεσις
περιθετέον
περίθετος
περιθέω
περιθεωρέω
περιθήκη
περίθημα
περίθλασις
περιθλάω
περιθλίβω
περιθνήσκω
περίθραυσις
περιθραύω
περιθρεκτέον
περιθρηνέομαι
περιθριγκόω
View word page
περιθήκη
περι-θήκη, ,
A). galericulum, Gloss.


ShortDef

galericulum

Debugging

Headword:
περιθήκη
Headword (normalized):
περιθήκη
Headword (normalized/stripped):
περιθηκη
IDX:
81388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81389
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περι-θήκη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">galericulum,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}