Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιθαλπτέον
περιθάλπω
περιθαμβής
περιθαρσής
περιθαρσύνω
περιθεάομαι
περιθελόω
περιθέλωμα
περιθέλωσις
περίθεμα
περιθεόω
περίθερμος
περιθέσιμος
περίθεσις
περιθετέον
περίθετος
περιθέω
περιθεωρέω
περιθήκη
περίθημα
περίθλασις
View word page
περιθεόω
περιθεόω,
A). v. περιθειόω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιθεόω
Headword (normalized):
περιθεόω
Headword (normalized/stripped):
περιθεοω
IDX:
81380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81381
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιθεόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">περιθειόω</span> .</div> </div><br><br>'}