Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιηχητικός
περιθάλλω
περιθαλπής
περιθαλπτέον
περιθάλπω
περιθαμβής
περιθαρσής
περιθαρσύνω
περιθεάομαι
περιθελόω
περιθέλωμα
περιθέλωσις
περίθεμα
περιθεόω
περίθερμος
περιθέσιμος
περίθεσις
περιθετέον
περίθετος
περιθέω
περιθεωρέω
View word page
περιθέλωμα
περιθέλ-ωμα, ατος, τό, in pl.,
A). fumigations, gloss on ἀπομάγματα , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιθέλωμα
Headword (normalized):
περιθέλωμα
Headword (normalized/stripped):
περιθελωμα
IDX:
81377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81378
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιθέλ-ωμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, in pl., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fumigations</span>, gloss on <span class="ref greek">ἀπομάγματα</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}