περιηχέω
περιηχ-έω,
A). ring all round, περιήχησεν δ’ ἄρα χαλκός , cf. 7.267 Myst. 2.8 : c. acc. loci, θόρυβος π. τὴν οἰκίαν :— Pass., 2.720c τηγάνοισι περιηχούμενοι Com.Adesp. 140 ; νῆσος περιηχουμένη τῷ κύματι VH 1.6 .
II). Pass., to be noised abroad, to be celebrated, ap. PE 1.10 : c. inf., περιηχήθησάν τινα κατέχειν δημόσια Cod.Just. 10.11.8 Intr.
2). get wind of a fact, POxy. 1119.7 (iii A. D.), PFlor. 36.24 (iv A. D.). -ή,, noise all around, Rh. p.249S.