Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιήγησις
περιηγητής
περιηγητικός
περιηγητός
περιήδη
περιήθημα
περιήκασε
περιήκω
περιήλυσις
περιημεκτέω
περιήνεικα
περιηχέω
περιήχημα
περιήχησις
περιηχητικός
περιθάλλω
περιθαλπής
περιθαλπτέον
περιθάλπω
περιθαμβής
περιθαρσής
View word page
περιήνεικα
περιήνεικα, Ion. aor. 1 of περιφέρω, Hdt. 1.84 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιήνεικα
Headword (normalized):
περιήνεικα
Headword (normalized/stripped):
περιηνεικα
IDX:
81363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81364
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιήνεικα</span>, Ion. aor. 1 of <span class="foreign greek">περιφέρω</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0016.tlg001.perseus-grc1:1:84" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0016.tlg001.perseus-grc1:1.84/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hdt.</span> 1.84 </a>.</div><br><br>'}