Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιηγέομαι
περιήγημα
περιηγηματικός
περιηγής
περιήγησις
περιηγητής
περιηγητικός
περιηγητός
περιήδη
περιήθημα
περιήκασε
περιήκω
περιήλυσις
περιημεκτέω
περιήνεικα
περιηχέω
περιήχημα
περιήχησις
περιηχητικός
περιθάλλω
περιθαλπής
View word page
περιήκασε
περιήκασε·
περιώρυξε, περιέγραψεν
,
Hsch.
(fort.
περιήλασε
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περιήκασε
Headword (normalized):
περιήκασε
Headword (normalized/stripped):
περιηκασε
IDX:
81359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81360
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιήκασε·</span> <span class="foreign greek">περιώρυξε, περιέγραψεν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">περιήλασε</span>).</div><br><br>'}