Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίζωσμα
περιζώστρα
περιηγέομαι
περιήγημα
περιηγηματικός
περιηγής
περιήγησις
περιηγητής
περιηγητικός
περιηγητός
περιήδη
περιήθημα
περιήκασε
περιήκω
περιήλυσις
περιημεκτέω
περιήνεικα
περιηχέω
περιήχημα
περιήχησις
περιηχητικός
View word page
περιήδη
περιήδη, Att. plpf. of περίοιδα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιήδη
Headword (normalized):
περιήδη
Headword (normalized/stripped):
περιηδη
IDX:
81357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81358
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιήδη</span>, Att. plpf. of <span class="foreign greek">περίοιδα</span>.</div><br><br>'}