Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιξαμενῶς
περιζαφελῶς
περιζεύγνυμι
περιζέω
περίζυξ
περίζωμα
περιζωματίας
περιζωμάτιον
περιζώννυμι
περίζωσις
περίζωσμα
περιζώστρα
περιηγέομαι
περιήγημα
περιηγηματικός
περιηγής
περιήγησις
περιηγητής
περιηγητικός
περιηγητός
περιήδη
View word page
περίζωσμα
περί-ζωσμα,
A). v. περίζωμα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περίζωσμα
Headword (normalized):
περίζωσμα
Headword (normalized/stripped):
περιζωσμα
IDX:
81347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81348
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περί-ζωσμα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">περίζωμα</span> .</div> </div><br><br>'}