περίζυξ
περίζυξ, ῠγος, ὁ, ἡ, neut. pl. περίζυγα, Boeot. περίδδυγα Schwyzer 462 B 54 (Tanagra, iii B. C.):—
A). over and above a pair, ἢν μή τις ἔχῃ περίζυγα (sc. ἱμάντα) a spare strap, Cyr. 6.2.32 ; ἐνωτίδια π. odd ear-rings, Schwyzer l.c.; περιζύγ[ων], of harness, prob. in GDI 5633.4 (Teos): nom. περίζυξ dub. sens. in , 385 Fr. 838 , IG 22.1469.75 .
II).=ὁμόζυγος, σύζυγος,