Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιέσκληκα
περιεσταλμένως
περιεστικός
περιεστραμμένως
περιέσχατα
περιευτίζομαι
περίεφθος
περιεχής
περιέχω
περιξαμενῶς
περιζαφελῶς
περιζεύγνυμι
περιζέω
περίζυξ
περίζωμα
περιζωματίας
περιζωμάτιον
περιζώννυμι
περίζωσις
περίζωσμα
περιζώστρα
View word page
περιζαφελῶς
περιζᾰφελῶς, Adv.
A). furiously, βοόωσα Epic.in Arch.Pap. 7p.4 .


ShortDef

furiously

Debugging

Headword:
περιζαφελῶς
Headword (normalized):
περιζαφελῶς
Headword (normalized/stripped):
περιζαφελως
IDX:
81338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81339
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιζᾰφελῶς</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">furiously</span>, <span class="foreign greek">βοόωσα</span> Epic.in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Arch.Pap.</span> 7p.4 </span>.</div> </div><br><br>'}