Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιερέσσω
περίερκτος
περιέρπω
περιέρρω
περιέρχομαι
περιεσθίω
περιεσκεμμένως
περιέσκληκα
περιεσταλμένως
περιεστικός
περιεστραμμένως
περιέσχατα
περιευτίζομαι
περίεφθος
περιεχής
περιέχω
περιξαμενῶς
περιζαφελῶς
περιζεύγνυμι
περιζέω
περίζυξ
View word page
περιεστραμμένως
περιεστραμμένως, Adv.,(περιστρέφω)
A). gloss on ἑλίγδην , Sch.rec. A. Pr. 882 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιεστραμμένως
Headword (normalized):
περιεστραμμένως
Headword (normalized/stripped):
περιεστραμμενως
IDX:
81331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81332
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιεστραμμένως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">περιστρέφω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἑλίγδην</span> , Sch.rec. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg003.perseus-grc1:882" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg003.perseus-grc1:882/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pr.</span> 882 </a>.</div> </div><br><br>'}