Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιεργάζομαι
περιεργασία
περιεργαστέον
περιεργέω
περιεργία
περιεργοπένητες
περίεργος
περιέργω
περιερεία
περιερέσσω
περίερκτος
περιέρπω
περιέρρω
περιέρχομαι
περιεσθίω
περιεσκεμμένως
περιέσκληκα
περιεσταλμένως
περιεστικός
περιεστραμμένως
περιέσχατα
View word page
περίερκτος
περίερκτος, ον,
A). enclosed, κάνναισι Pherecr. 63 .


ShortDef

enclosed

Debugging

Headword:
περίερκτος
Headword (normalized):
περίερκτος
Headword (normalized/stripped):
περιερκτος
IDX:
81322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81323
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίερκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">enclosed</span>, <span class="quote greek">κάνναισι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0486.tlg001:63" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0486.tlg001:63/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pherecr.</span> 63 </a> .</div> </div><br><br>'}