Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιέπω
περιεργάζομαι
περιεργασία
περιεργαστέον
περιεργέω
περιεργία
περιεργοπένητες
περίεργος
περιέργω
περιερεία
περιερέσσω
περίερκτος
περιέρπω
περιέρρω
περιέρχομαι
περιεσθίω
περιεσκεμμένως
περιέσκληκα
περιεσταλμένως
περιεστικός
περιεστραμμένως
View word page
περιερέσσω
περιερέσσω, Att. περιέργ-ττω,
A). row round, Hsch.


ShortDef

row round

Debugging

Headword:
περιερέσσω
Headword (normalized):
περιερέσσω
Headword (normalized/stripped):
περιερεσσω
IDX:
81321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81322
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιερέσσω</span>, Att. <span class="orth greek">περιέργ-ττω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">row round</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}