Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιεπτισμένως
περιέπω
περιεργάζομαι
περιεργασία
περιεργαστέον
περιεργέω
περιεργία
περιεργοπένητες
περίεργος
περιέργω
περιερεία
περιερέσσω
περίερκτος
περιέρπω
περιέρρω
περιέρχομαι
περιεσθίω
περιεσκεμμένως
περιέσκληκα
περιεσταλμένως
περιεστικός
View word page
περιερεία
περιερεία·
καθαρσία
,
Hsch.
; cf.
περίεσι·
καθαρά
,
Phot.
(leg.
περίστια· καθάρσια
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περιερεία
Headword (normalized):
περιερεία
Headword (normalized/stripped):
περιερεια
IDX:
81320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81321
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιερεία·</span> <span class="foreign greek">καθαρσία</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> ; cf. <span class="orth greek">περίεσι·</span> <span class="foreign greek">καθαρά</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">περίστια· καθάρσια</span>).</div><br><br>'}