Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιέλευσις
περιελιγμός
περιέλιξις
περιελίσσω
περιελκυσμός
περιέλκω
περιεμφανίζω
περιέννυμι
περιεξαιρέω
περιεξανθέω
περιεξάπτομαι
περιεπτισμένως
περιέπω
περιεργάζομαι
περιεργασία
περιεργαστέον
περιεργέω
περιεργία
περιεργοπένητες
περίεργος
περιέργω
View word page
περιεξάπτομαι
περιεξ-άπτομαι,
A). to be kindled round, Id. 7.674 .


ShortDef

to be kindled round

Debugging

Headword:
περιεξάπτομαι
Headword (normalized):
περιεξάπτομαι
Headword (normalized/stripped):
περιεξαπτομαι
IDX:
81309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81310
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιεξ-άπτομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be kindled round</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 7.674 </span>.</div> </div><br><br>'}