Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιέλασις
περιελαύνω
περιέλευσις
περιελιγμός
περιέλιξις
περιελίσσω
περιελκυσμός
περιέλκω
περιεμφανίζω
περιέννυμι
περιεξαιρέω
περιεξανθέω
περιεξάπτομαι
περιεπτισμένως
περιέπω
περιεργάζομαι
περιεργασία
περιεργαστέον
περιεργέω
περιεργία
περιεργοπένητες
View word page
περιεξαιρέω
περιεξ-αιρέω
,
A).
expunge
,
Gal.
16.837
.
ShortDef
expunge
Debugging
Headword:
περιεξαιρέω
Headword (normalized):
περιεξαιρέω
Headword (normalized/stripped):
περιεξαιρεω
IDX:
81307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81308
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιεξ-αιρέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">expunge</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 16.837 </span>.</div> </div><br><br>'}