Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνείσακτος
ἀνεισοδίαστος
ἀνείσοδος
ἀνείσπρακτος
ἀνεισφορία
ἀνείσφορος
ἀνέκαθεν1
ἀνείσφορθε
ἀνέκαιρεν
ἀνεκάς
ἀνέκας
ἀνέκαθεν2
ἀνεκβάλλω
ἀνέκβατος
ἀνεκβίαστος
ἀνέκσαρτος
ἀνεκδήμητος
ἀνεκδιήγητος
ἀνεκδίκητος
ἀνέκδοτος
ἀνέκδρομος
View word page
ἀνέκας
ἀνέκας (sic) ὀνομάζειν καὶ


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνέκας
Headword (normalized):
ἀνέκας
Headword (normalized/stripped):
ανεκας
IDX:
8129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8130
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνέκας</span> (sic) <span class="foreign greek">ὀνομάζειν καὶ</span> </div><br><br>'}