Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιειλημμένως
περιείλησις
περιειλίσσω
περιείλω
περίειμι1
περίειμι2
περιείργω
περιείρω
περιεκλεπτύνω
περιεκτικός
περιεκχέομαι
περιέλασις
περιελαύνω
περιέλευσις
περιελιγμός
περιέλιξις
περιελίσσω
περιελκυσμός
περιέλκω
περιεμφανίζω
περιέννυμι
View word page
περιεκχέομαι
περιεκχέομαι,
A). flow out all round, Gal. 18(2).446 .


ShortDef

flow out all round

Debugging

Headword:
περιεκχέομαι
Headword (normalized):
περιεκχέομαι
Headword (normalized/stripped):
περιεκχεομαι
IDX:
81296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81297
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιεκχέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">flow out all round</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(2).446 </span>.</div> </div><br><br>'}