Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιεζόμενον
περιειλάς
περιειλέω
περιείλημα
περιειλημμένως
περιείλησις
περιειλίσσω
περιείλω
περίειμι1
περίειμι2
περιείργω
περιείρω
περιεκλεπτύνω
περιεκτικός
περιεκχέομαι
περιέλασις
περιελαύνω
περιέλευσις
περιελιγμός
περιέλιξις
περιελίσσω
View word page
περιείργω
περιείργω, Att. for περιέργω (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιείργω
Headword (normalized):
περιείργω
Headword (normalized/stripped):
περιειργω
IDX:
81292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81293
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιείργω</span>, Att. for <span class="foreign greek">περιέργω</span> (q.v.).</div><br><br>'}