ἀνεκάς
ἀνεκάς, Adv.
A). upwards, ὅταν .. μοῖρα πέμπῃ ἀ. ὄλβον O. 2.22 ; ἀσπίδα φέρειν .. ἀ. ἐς τὸν οὐρανόν V. 18 , cf. Fr. 188 ;[ τρέπειν] τὸν αὐχέν’ ἐκ γῆς ἀ. ; 10 ἀ. δ’ ἐπήρω τὸ σκέλος , cf. 50 (Valck.); 169 εἰς τὸ ἀ. Mul. 1.1 .( Thes. 33 wrongly derives the name of the Ἄνακες from this word, τὸ γὰρ ἄνω τοὺς Ἀττικοὺς