Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιδρύπτω
περιδύω
περιεγείρω
περιεγκεντρίζω
περιεζόμενον
περιειλάς
περιειλέω
περιείλημα
περιειλημμένως
περιείλησις
περιειλίσσω
περιείλω
περίειμι1
περίειμι2
περιείργω
περιείρω
περιεκλεπτύνω
περιεκτικός
περιεκχέομαι
περιέλασις
περιελαύνω
View word page
περιειλίσσω
περιειλ-ίσσω,
A). v. περιελίσσω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιειλίσσω
Headword (normalized):
περιειλίσσω
Headword (normalized/stripped):
περιειλισσω
IDX:
81288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81289
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιειλ-ίσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">περιελίσσω</span> .</div> </div><br><br>'}