Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίδρομος
περίδρομος
περιδρύπτω
περιδύω
περιεγείρω
περιεγκεντρίζω
περιεζόμενον
περιειλάς
περιειλέω
περιείλημα
περιειλημμένως
περιείλησις
περιειλίσσω
περιείλω
περίειμι1
περίειμι2
περιείργω
περιείρω
περιεκλεπτύνω
περιεκτικός
περιεκχέομαι
View word page
περιειλημμένως
περιειλημμένως, Adv.,(περιλαμβάνω)
A). = περιεκτικῶς , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιειλημμένως
Headword (normalized):
περιειλημμένως
Headword (normalized/stripped):
περιειλημμενως
IDX:
81286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81287
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιειλημμένως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">περιλαμβάνω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">περιεκτικῶς</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}