Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιδρομικός
περιδρομίς
περίδρομος
περίδρομος
περιδρύπτω
περιδύω
περιεγείρω
περιεγκεντρίζω
περιεζόμενον
περιειλάς
περιειλέω
περιείλημα
περιειλημμένως
περιείλησις
περιειλίσσω
περιείλω
περίειμι1
περίειμι2
περιείργω
περιείρω
περιεκλεπτύνω
View word page
περιειλέω
περιειλ-έω,
A). v. περιείλω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιειλέω
Headword (normalized):
περιειλέω
Headword (normalized/stripped):
περιειλεω
IDX:
81284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81285
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιειλ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">περιείλω</span> .</div> </div><br><br>'}