Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνείρω
ἀνεῖσαλ
ἀνείσακτος
ἀνεισοδίαστος
ἀνείσοδος
ἀνείσπρακτος
ἀνεισφορία
ἀνείσφορος
ἀνέκαθεν1
ἀνείσφορθε
ἀνέκαιρεν
ἀνεκάς
ἀνέκας
ἀνέκαθεν2
ἀνεκβάλλω
ἀνέκβατος
ἀνεκβίαστος
ἀνέκσαρτος
ἀνεκδήμητος
ἀνεκδιήγητος
ἀνεκδίκητος
View word page
ἀνέκαιρεν
ἀνέκαιρεν·
ἀνεβάλλετο, ἀνήρχετο, ἀνεφέρετο,
Hsch.
ShortDef
[lexical cite]
Debugging
Headword:
ἀνέκαιρεν
Headword (normalized):
ἀνέκαιρεν
Headword (normalized/stripped):
ανεκαιρεν
IDX:
8127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8128
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνέκαιρεν·</span> <span class="foreign greek">ἀνεβάλλετο, ἀνήρχετο, ἀνεφέρετο,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}