Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιδνοφέω
περιδομέω
περιδόμημα
περιδονέω
περιδορά
περίδοσις
περιδραμητέον
περίδραξις
περιδράσσομαι
περιδρομάς
περιδρομεύς
περιδρομή
περιδρομικός
περιδρομίς
περίδρομος
περίδρομος
περιδρύπτω
περιδύω
περιεγείρω
περιεγκεντρίζω
περιεζόμενον
View word page
περιδρομεύς
περιδρομ-εύς, έως , δ,=Lat.
A). ambitiosus, Gloss.


ShortDef

ambitiosus

Debugging

Headword:
περιδρομεύς
Headword (normalized):
περιδρομεύς
Headword (normalized/stripped):
περιδρομευς
IDX:
81272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81273
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιδρομ-εύς</span>, <span class="itype greek">έως</span> <span class="foreign greek">, δ</span>,=Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ambitiosus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}