Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιδιώκω
περιδνοφέω
περιδομέω
περιδόμημα
περιδονέω
περιδορά
περίδοσις
περιδραμητέον
περίδραξις
περιδράσσομαι
περιδρομάς
περιδρομεύς
περιδρομή
περιδρομικός
περιδρομίς
περίδρομος
περίδρομος
περιδρύπτω
περιδύω
περιεγείρω
περιεγκεντρίζω
View word page
περιδρομάς
περιδρομ-άς
,
άδος
, pecul. fem. of
A).
περίδρομος, μίτρη
AP
5.12
(
Phld.
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περιδρομάς
Headword (normalized):
περιδρομάς
Headword (normalized/stripped):
περιδρομας
IDX:
81271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81272
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιδρομ-άς</span>, <span class="itype greek">άδος</span>, pecul. fem. of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">περίδρομος, μίτρη</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 5.12 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span></span>).</div> </div><br><br>'}