Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιδιπλόω
περιδίω
περιδιώκω
περιδνοφέω
περιδομέω
περιδόμημα
περιδονέω
περιδορά
περίδοσις
περιδραμητέον
περίδραξις
περιδράσσομαι
περιδρομάς
περιδρομεύς
περιδρομή
περιδρομικός
περιδρομίς
περίδρομος
περίδρομος
περιδρύπτω
περιδύω
View word page
περίδραξις
περί-δραξις, εως, ,
A). grasping with the hands, τινος Plu. 2.392b , cf. 979d .


ShortDef

grasping with the hands

Debugging

Headword:
περίδραξις
Headword (normalized):
περίδραξις
Headword (normalized/stripped):
περιδραξις
IDX:
81269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81270
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περί-δραξις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">grasping with the hands</span>, <span class="itype greek">τινος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.392b </span>, cf. <span class="bibl"> 979d </span>.</div> </div><br><br>'}