Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίδινος
περιδιπλόω
περιδίω
περιδιώκω
περιδνοφέω
περιδομέω
περιδόμημα
περιδονέω
περιδορά
περίδοσις
περιδραμητέον
περίδραξις
περιδράσσομαι
περιδρομάς
περιδρομεύς
περιδρομή
περιδρομικός
περιδρομίς
περίδρομος
περίδρομος
περιδρύπτω
View word page
περιδραμητέον
περιδρᾰμητέον,
A). gloss on περιθρεκτέον , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιδραμητέον
Headword (normalized):
περιδραμητέον
Headword (normalized/stripped):
περιδραμητεον
IDX:
81268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81269
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιδρᾰμητέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">περιθρεκτέον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}