Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιδίνητος
περίδινος
περιδιπλόω
περιδίω
περιδιώκω
περιδνοφέω
περιδομέω
περιδόμημα
περιδονέω
περιδορά
περίδοσις
περιδραμητέον
περίδραξις
περιδράσσομαι
περιδρομάς
περιδρομεύς
περιδρομή
περιδρομικός
περιδρομίς
περίδρομος
περίδρομος
View word page
περίδοσις
περίδοσις
,
εως
,
ἡ
,(
περιδίδομαι
)
A).
bargain, wager
,
Hsch.
ShortDef
bargain, wager
Debugging
Headword:
περίδοσις
Headword (normalized):
περίδοσις
Headword (normalized/stripped):
περιδοσις
IDX:
81267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81268
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίδοσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,(<span class="etym greek">περιδίδομαι</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bargain, wager</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}